ἀγενεῖς

ἀγενεῖς
ἀγενής
unborn
masc/fem acc pl
ἀγενής
unborn
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • неизродьныи — (1*) пр. Безродный, незнатный. В роли с.: и в то придохомъ мали и велиции. бл҃городни и неизроднии. славнии и неславнии (ἀγενεῖς) ФСт XIV, 195а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek

  • πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… …   Dictionary of Greek

  • σέτο — το, Ν (βοτ. μυκητ.) α) μίσχος τού σποριοφύτου ενός βρυοφύτου ο οποίος φέρει τη σποριόκαψα, το σποριάγγειο β) καθένα από τα σκούρα σκληρά τριχοειδή εξαρτήματα που απαντούν σε αγενείς σποροφόρους μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. seta «χοντρή τρίχα»] …   Dictionary of Greek

  • σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …   Dictionary of Greek

  • φουζικλάδιο — ή φουσικλάδιο, το, Ν 1. βοτ. κοσμοπολίτικο γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη υφομυκητώδη τής κλάσης υφομύκητες και περιλαμβάνει είδη με υφές πάνω στις οποίες αναπτύσσονται κονίδια και τα οποία αποτελούν τις αγενείς κονιδιακές μορφές τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”